- ικανοποιούμαι
- ικανοποιούμαι, ικανοποιήθηκα, ικανοποιημένος βλ. πίν. 74
, βλ. πίν. 75
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποδέχομαι — (AM ἀποδέχομαι) 1. δέχομαι, παραδέχομαι 2. παίρνω, δέχομαι κάτι με ευχαρίστηση 3. εγκρίνω, επιδοκιμάζω 4. υποδέχομαι 5. ανέχομαι αρχ. μσν. 1. περιμένω 2. συμπεριφέρομαι φιλικά μσν. επιθυμώ αρχ. 1. γίνομαι οπαδός ή μαθητής κάποιου 2. επιτρέπω,… … Dictionary of Greek
αποχρώ — ἀποχρῶ ( άω κ. ιων. τ. έω) (Α) Ι. 1. αρκώ, επαρκώ 2. απρόσ. είναι αρκετό, αρκεί 3. ( ώμαι) α) είμαι ευχαριστημένος με κάτι, ικανοποιούμαι β) μεταχειρίζομαι κάτι για δική μου ωφέλεια, επωφελούμαι 4. κάνω κατάχρηση 5. καταστρέφω, σκοτώνω II. επίρρ … Dictionary of Greek
ενασμενίζω — και ενασμενίζομαι (AM ἐνασμενίζω) ευχαριστούμαι με κάτι, ικανοποιούμαι, αισθάνομαι χαρά, τό δέχομαι ευχάριστα και πρόθυμα («συμποσίοις ἐπικαίροις ἐνασμενίζω», Φίλ.) νεοελλ. ενασμενίζομαι σεμνύνομαι, καυχιέμαι, καμαρώνω για κάτι, (κυρίως ανάρμοστα … Dictionary of Greek
επανέχω — (Α ἐπανέχω) 1. αναχαιτίζω κάτι, συγκρατώ («τὰ οἰκεῑα πάθη καὶ πράγματα τοῑς δημοσίοις ἐπανέχων», Πλούτ.) 2. κατέχω («ὑπεράνω τούτων τὴν δευτέραν ἐπανεῑχον χώραν δᾷδες», Διόδ.) 3. (αμτβ.) παίρνω θάρρος, εφησυχάζω, επαναπαύομαι 4. στέργω, αρκούμαι… … Dictionary of Greek
επαρέσκομαι — ἐπαρέσκομαι (AM) μσν. είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιούμαι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπηρέσσατο εὐαρέστους ἐποίησεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρέσκομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
ευχαρίζομαι — εὐχαρίζομαι και εὐκαρίζομαι (Μ) 1. εκφράζω τις ευχαριστίες μου, ευχαριστώ 2. ευχαριστούμαι, ικανοποιούμαι 3. (το ενεργ. μόν. σε πάπ.) ευχαρίζω ευχαριστώ, αποδίδω ευχαριστίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαρίζομαι] … Dictionary of Greek
ευχαριστώ — και φχαριστὼ και φχαριστάω (ΑΜ εὐχαριστῶ, έω) [ευχάριστος] 1. προσεύχομαι με ευγνωμοσύνη 2. (κυρίως για θρησκευτικές τελετές) προσφέρω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον ευχαρίστηση, τέρψη, ψυχική ικανοποίηση («μ… … Dictionary of Greek
καρδίτσα — Πόλη (υψόμ. 105 μ., 32.031 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Είναι χτισμένη στο δυτικό άκρο της Θεσσαλικής πεδιάδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Στην Κ. γίνεται η διακίνηση και το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων της θεσσαλικής γης, ενώ η πόλη… … Dictionary of Greek
καρδούλα — η (Μ καρδούλα) 1. (υποκορ. τού καρδιά) μικρή, τρυφερή, αγαπητή καρδιά 2. γυναικείο κόσμημα που έχει σχήμα καρδιάς 3. φρ. α) «καρδούλα μου» (ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου) αγάπη μου β) «τό λέει η καρδούλα του» είναι θαρραλέος, τολμηρός γ)… … Dictionary of Greek
κολακεύω — (AM κολακεύω) [κόλαξ] 1. συμπεριφέρομαι σε κάποιον με υπερβολική φιλοφροσύνη για να αποκτήσω την εύνοιά του για ιδιοτελείς σκοπούς, περιποιούμαι ή επαινώ υπερβολικά κάποιον, καλοπιάνω (α. «κολακεύει τον θείο του για να πάρει την περιουσία του» β … Dictionary of Greek